Ο Άγιος Βασίλης των φτωχών και ο Άγιος Βασίλης της …Coca Cola
Ο Άγιος Βασίλης είναι ο αγαπημένος άγιος των παιδιών. Το διαχρονικό ερώτημα για την ύπαρξή του δεν αφορά μόνο την προσφορά των δώρων αλλά και τη σχέση του κοκκινοφορεμένου με την άσπρη γενειάδα παππού, με την ελληνική χριστιανική παράδοση. Καμία σχέση!
Άλλος ο Άγιος Βασίλης της Ορθοδοξίας που διαθέτει την περιουσία του στους φτωχούς χωρίς καμία διάκριση δόγματος, εξ΄ ίσου ενισχύοντας αρειανούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρες, που κατακεραυνώνει με ομιλίες τους πλούσιους της εποχής του επειδή αλύπητα, άπληστα, απάνθρωπα και σκληρόκαρδα έκρυβαν τα τρόφιμα και τα χρήματα τους για να μην βοηθήσουν τον λαό που πέθαινε έξω από τις θύρες των σπιτιών τους και άλλος ο Santa Claus, ο Άγιος Βασίλης της Δυτικής Ευρώπης και …της Coca Cola!
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ
Ο ορθόδοξος Άγιος Βασίλης ούτε με δώρα έχει σχέση, ούτε με χιόνια και έλκηθρα. Αντίθετα, αυτά που κρατάει στα χέρια του είναι «χαρτί και καλαμάρι» και βέβαια καθόλου χρήματα. Πατρίδα του θεωρείται η βιβλική Καισάρεια της Καππαδοκίας, το σημερινό Kayseri της Τουρκίας.
Ο δικός μας Άγιος Βασίλης είναι πεζοπόρος, κρατά στα χέρια του ένα ραβδί, συζητά με όλους τους ανθρώπους στο δρόμο και εύχεται καλοτυχία και καλή χρονιά στον κόσμο. Δεν έχει σάκο, ούτε κοφίνι. Δε φέρνει δώρα, αλλά την καλοχρονιά… Η 1η Ιανουαρίου ήταν η μέρα θανάτου του Μεγάλου Βασιλείου και έτσι η ελληνική παράδοση θεώρησε ότι ο Άγιος Βασίλης είναι εκείνος που φέρνει καλοτυχία και ευλογεί τη χρονιά…».
Ο Άγιος Βασίλης αποτελεί ουσιαστικά σύμβολο της λιτότητας και της ασκητικής ζωής.
Στην εποχή του δεν υπήρχε ούτε κοινωνική πρόνοια, ούτε κοινωνικές ασφαλίσεις, ούτε παροχή κοινωνικών – φιλανθρωπικών υπηρεσιών σε ειδικά κρατικά ιδρύματα για τους ανθρώπους που είχαν ανάγκες. Από την άλλη οι πτωχοί και πάσχοντες ήταν πολλοί, ενώ και η απόσταση που χώριζε το βιοτικό επίπεδο των πτωχών τάξεων από τους πλουσίους ήταν τεράστια.
Ο Μ. Βασίλειος ανήκε σε πλούσια οικογένεια και η περιουσία του (η νόμιμη μοίρα του) ήταν μεγάλης οικονομικής αξίας.
Όταν λοιπόν χειροτονήθηκε, το έτος 360, διέθεσε υπέρ των πτωχών το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, που είχε από την κληρονομιά του πατρός του.
Όταν αργότερα, το έτος 368, ενέσκηψε μέγας λιμός στην Καππαδοκία, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας και έλειψαν τα αναγκαία τρόφιμα και αγαθά, διάθεσε και την υπόλοιπη περιουσία του δια την ανακούφιση των πτωχών και πεινόντων. Οργάνωσε στην πόλη και στα χωριά συσσίτια και τράπεζες αγάπης για να σώσει τον λαό του Θεού από τον εκ πείνης θάνατο.
Ο Άγιος Βασίλης αποτελεί ουσιαστικά σύμβολο της λιτότητας και της ασκητικής ζωής.
Στην εποχή του δεν υπήρχε ούτε κοινωνική πρόνοια, ούτε κοινωνικές ασφαλίσεις, ούτε παροχή κοινωνικών – φιλανθρωπικών υπηρεσιών σε ειδικά κρατικά ιδρύματα για τους ανθρώπους που είχαν ανάγκες. Από την άλλη οι πτωχοί και πάσχοντες ήταν πολλοί, ενώ και η απόσταση που χώριζε το βιοτικό επίπεδο των πτωχών τάξεων από τους πλουσίους ήταν τεράστια.
Ο Μ. Βασίλειος ανήκε σε πλούσια οικογένεια και η περιουσία του (η νόμιμη μοίρα του) ήταν μεγάλης οικονομικής αξίας.
Όταν λοιπόν χειροτονήθηκε, το έτος 360, διέθεσε υπέρ των πτωχών το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, που είχε από την κληρονομιά του πατρός του.
Όταν αργότερα, το έτος 368, ενέσκηψε μέγας λιμός στην Καππαδοκία, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας και έλειψαν τα αναγκαία τρόφιμα και αγαθά, διάθεσε και την υπόλοιπη περιουσία του δια την ανακούφιση των πτωχών και πεινόντων. Οργάνωσε στην πόλη και στα χωριά συσσίτια και τράπεζες αγάπης για να σώσει τον λαό του Θεού από τον εκ πείνης θάνατο.
Τότε ήταν που ο Μ. Βασίλειος με παρρησία εκφώνησε δημόσια τους δύο περίφημους λόγους του, « Προς τους πλουτούντας» και τον «Εν λιμών και αυχμώ», με τους οποίους κατεδίκασε δια σκληράς και οξυτάτης γλώσσης τους άφρονες πλουσίους της επισκοπής του, επειδή αλύπητα, άπληστα, απάνθρωπα και σκληρόκαρδα έκρυβαν τα τρόφιμα και τα χρήματα τους για να μην βοηθήσουν τον λαό που πέθαινε έξω από τις θύρες των σπιτιών τους.
Την μεγάλη συμβολή του στην αντιμετώπιση του λιμού του 368 υπογραμμίζει και ο ιστορικός Κων/νος Παπαρηγόπουλος: «Κατά τον μέγαν λιμόν της Καππαδοκίας εθυσίασε πάσαν την υπολειπόμενην περιουσίαν αυτού και προσέφερε αυτήν, χωρίς καμία διάκριση δόγματος, εξ΄ ίσου ενισχύοντας αρειανούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρες» (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. Β. σελ. 543).
Ως επίσκοπος Καισαρείας ο Μέγας Βασίλειος έκτισε με δικά του χρήματα σύμπλεγμα φιλανθρωπικών και ευαγών ιδρυμάτων, το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν του « Βασιλειάς». Το κτιριακό αυτό σύμπλεγμα περιελάμβανε πρωχοτροφεία (πτωχοκομεία), κινητά «λαϊκά συσσίτια», ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία και φαρμακεία τόσο στην Καισάρεια, όσο και στην υπόλοιπη επαρχία της Καππαδοκίας. Με την φροντίδα της λειτουργίας των ιδρυμάτων αυτών είχαν επιφορτιστεί οι μοναχοί του υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του.
Το πόσο γνωστό ήταν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο του Μ. Βασιλείου, αποδεικνύεται και από το εξής περιστατικό: Τότε, στην περίοδο που άρχισε να λειτουργεί η «Βασιλειάδα», διάφοροι παράγοντες κατέβαλλαν προσπάθειες να ερεθίσουν τον θυμό του αυτοκράτορος Οναλέντος κατά του Μ. Βασιλείου. Έτσι, ετοίμασαν διάταγμα εξορίας για τον άγιο Ιεράρχη και το υπέβαλαν στον αυτοκράτορα να το υπογράψει.
Την μεγάλη συμβολή του στην αντιμετώπιση του λιμού του 368 υπογραμμίζει και ο ιστορικός Κων/νος Παπαρηγόπουλος: «Κατά τον μέγαν λιμόν της Καππαδοκίας εθυσίασε πάσαν την υπολειπόμενην περιουσίαν αυτού και προσέφερε αυτήν, χωρίς καμία διάκριση δόγματος, εξ΄ ίσου ενισχύοντας αρειανούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρες» (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. Β. σελ. 543).
Ως επίσκοπος Καισαρείας ο Μέγας Βασίλειος έκτισε με δικά του χρήματα σύμπλεγμα φιλανθρωπικών και ευαγών ιδρυμάτων, το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν του « Βασιλειάς». Το κτιριακό αυτό σύμπλεγμα περιελάμβανε πρωχοτροφεία (πτωχοκομεία), κινητά «λαϊκά συσσίτια», ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία και φαρμακεία τόσο στην Καισάρεια, όσο και στην υπόλοιπη επαρχία της Καππαδοκίας. Με την φροντίδα της λειτουργίας των ιδρυμάτων αυτών είχαν επιφορτιστεί οι μοναχοί του υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του.
Το πόσο γνωστό ήταν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο του Μ. Βασιλείου, αποδεικνύεται και από το εξής περιστατικό: Τότε, στην περίοδο που άρχισε να λειτουργεί η «Βασιλειάδα», διάφοροι παράγοντες κατέβαλλαν προσπάθειες να ερεθίσουν τον θυμό του αυτοκράτορος Οναλέντος κατά του Μ. Βασιλείου. Έτσι, ετοίμασαν διάταγμα εξορίας για τον άγιο Ιεράρχη και το υπέβαλαν στον αυτοκράτορα να το υπογράψει.
Ενώ όμως ετοιμάζετο να το υπογράψει, είδε το χέρι του να τρέμει και να τον συγκρατεί από το αδίκημα. Τότε αντί της εξορίας απεφάσισε και του εχορήγησε γενναία οικονομική ενίσχυση για την αδιάκοπτη και απρόσκοπτη λειτουργία των φιλανθρωπικών και ευαγών ιδρυμάτων του, τα οποία εθαύμαζε και θεωρούσε ως πρότυπο για την κοινωνική και φιλανθρωπική πολιτική του κράτους, που την εποχή εκείνη ήταν παντελώς ανύπαρκτη.
Ο…ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ …COCA COLA
Αντίθετα, ο δυτικός κόσμος γνωρίζει έναν Άγιο Βασίλη, η εικόνα του οποίου είναι ο συνασπισμός μύθων και παραδόσεων ολόκληρης της Ευρώπης. Έναν Άγιο Βασίλη, που έχει υπερκεράσει και τον ορθόδοξο ανταγωνιστή του.
Για τους προτεστάντες της Βόρειας και Κεντρικής Γερμανίας είναι ο «Weihnachtsmann», ο «άνθρωπος των Χριστουγέννων», ενώ για τους Άγγλους είναι ο «πατέρας των Χριστουγέννων» (father Christmas).
Ο συμπαθής γενειοφόρος κύριος με το έλκηθρο προέρχεται από τον Άγιο Νικόλαο. Για τους καθολικούς, ο Άγιος Νικόλαος είναι ο Santa Claus. Ή, διαφορετικά, Sinterklaas, στα ολλανδικά. Οι Ολλανδοί μετανάστες ήταν άλλωστε αυτοί που εξήγαγαν τη λέξη στην Αμερική τον 17ο αιώνα, όπου οι αγγλόφωνοι πληθυσμοί την υιοθέτησαν ως Santa Claus.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στην Μικρά Ασία τον 3ο αιώνα μ.Χ. Είναι ο προστάτης των παιδιών και των ανθρώπων της θάλασσας. Κατά το 19ο αιώνα, ο Άγιος Νικόλαος θεωρήθηκε σε ολόκληρη περίπου την Ευρώπη το Christkindlein (το παιδί του Χριστού), ο οποίος παρέδιδε κρυφά παιχνίδια στα παιδιά.
Η πρώτη καταγραφή του ολλανδικού μύθου έγινε το 1809 από τον συγγραφέα Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, ο οποίος – στο βιβλίο του «A history of New York» – περιέγραψε την άφιξη ενός αγίου πάνω σε άλογο, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Νικολάου. Το 1812, ο Ίρβινγκ αναθεώρησε το βιβλίο του και ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται μέσα σε ένα βαγόνι, το οποίο μπορεί και πετάει πάνω από τα δέντρα. Λίγο αργότερα, το 1823, ο ιερέας Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ, έγραψε ένα παιδικό ποίημα σε εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Εκεί περιέγραφε τον Άγιο Νικόλαο σαν καλικάντζαρο που έμπαινε στα σπίτια από την καμινάδα και ταξίδευε με ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν οχτώ τάρανδοι: Ντάσερ, Ντάνσερ, Μπράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούμπιντ, Ντόντερ και Μπλίτσεν.
Η πρώτη καταγραφή του ολλανδικού μύθου έγινε το 1809 από τον συγγραφέα Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, ο οποίος – στο βιβλίο του «A history of New York» – περιέγραψε την άφιξη ενός αγίου πάνω σε άλογο, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Νικολάου. Το 1812, ο Ίρβινγκ αναθεώρησε το βιβλίο του και ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται μέσα σε ένα βαγόνι, το οποίο μπορεί και πετάει πάνω από τα δέντρα. Λίγο αργότερα, το 1823, ο ιερέας Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ, έγραψε ένα παιδικό ποίημα σε εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Εκεί περιέγραφε τον Άγιο Νικόλαο σαν καλικάντζαρο που έμπαινε στα σπίτια από την καμινάδα και ταξίδευε με ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν οχτώ τάρανδοι: Ντάσερ, Ντάνσερ, Μπράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούμπιντ, Ντόντερ και Μπλίτσεν.
Η έμπνευση όμως του Αμερικανού εικονογράφου Τόμας Ναστ υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του Santa Claus. Εκείνος ήταν που ζωγράφισε τον Santa Claus για το «Harper’s magazine» το 1863 και συνέχισε να το ζωγραφίζει μέχρι τα 1890. Κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1860 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολιν του ζήτησε να φτιάξει μία προπαγανδιστική εικόνα του Santa Claus με κάποιους στρατιώτες του. Ήταν από τις πρώτες προσπάθειες άσκησης ψυχολογικού πολέμου στους αντιπάλους. Ο Ναστ στη συνέχεια, προσέθεσε και άλλες λεπτομέρειες, όπως ότι το εργαστήρι του Santa βρίσκεται στον Βόρειο Πόλο. Ο επίσημος όμως σχεδιαστής του Άγιου Βασίλη, που καθιέρωσε η Κόκα Κόλα και όλοι αυτόν γνωρίζουμε, είναι ο Huddon Sundblom.
Το υποτιθέμενο, επίσημο χωριό του Santa Claus είναι το Κορβατουντούρι (Korvatunturi) και βρίσκεται μόλις οκτώ χιλιόμετρα βόρεια του Ροβανιέμι της Λαπωνίας, στον Αρκτικό Κύκλο. Κορβατουντούρι σημαίνει «το ύψωμα του αυτιού» (Ear Fell). Επειδή λοιπόν, η περιοχή είχε κάπως το σχήμα του αυτιού, θεωρήθηκε ότι ο Άγιος Βασίλης ζούσε εκεί και «άκουγε» τις επιθυμίες των παιδιών.
Ωστόσο, το Ροβανιέμι θεωρείται πατρίδα του Αϊ-Βασίλη μόλις από τα τέλη του 19ου αιώνα. Καθώς οι θρύλοι γύρω από το πρόσωπο του Santa Claus πλήθαιναν, όλοι ήθελαν να μάθουν πού μένει. Κι επειδή γκρι τάρανδοι ήταν δύσκολο να υπάρξουν στον Βόρειο Πόλο, οι εφημερίδες το 1927 αποκάλυψαν ότι ο Αϊ-Βασίλης μένει στη φινλανδική Λαπωνία. Ο γκρι τάρανδος είναι, άλλωστε, το εθνικό ζώο της Λαπωνίας. Το μυστικό αποκαλύφθηκε σε εκπομπή του φινλανδικού ραδιοφώνου του 1927: ο Santa Claus μένει στο Κορβατουντούρι.
Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι εφημερίδες που αναπαρήγαγαν τον μύθο, ενώ η COCA COLA με τη γνωστή διαφήμιση έβαλε την τελευταία πινελιά: η εικόνα του Santa Claus με την κόκκινη στολή και τη λευκή γενειάδα είναι κατασκευή της Κόκα Κόλα. Τον έφτιαξε έτσι για τη διαφήμιση του δημοφιλούς ποτού το 1931.
Ενώ, λοιπόν, η COCA COLA χρησιμοποιεί την εικόνα του Santa Claus για να αυξήσει την κατανάλωσή της κατά την χειμερινή περίοδο, μετά από εβδομήντα χρόνια «συνεργασίας» διαπιστώνεται ότι και ο Santa Claus διαδόθηκε χάρη στην COCA COLA. Η κυρίαρχη εικόνα του Santa Claus πια είναι του συμπαθούς γενειοφόρου ένστολου πάνω στο έλκηθρο να παραδίδει δώρα και να πίνει Κόκα Κόλα. Τα Χριστούγεννα μάλιστα, κυρίως στις παιδικές και εφηβικές ηλικίες, έγιναν άρρηκτα συνδεδεμένα, όχι με την εικόνα του Χριστού αλλά μ’ αυτή του Άγιου Βασίλη.
Το Κορβατουντούρι το οποίο καθιερώθηκε ως το χωριό του Άγιου Βασίλη το 1927, άρχισε να αξιοποιείται τουριστικά μόλις στις αρχές του 1980. Καθώς οι υπόλοιπες τουριστικές περιοχές της Φιλανδίας δεν έφερναν αρκετά έσοδα, η Φιλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να προωθήσει τον Άγιο Βασίλη.
Χωρίς την ύπαρξη του, η Λαπωνία δε θα είχε καμιά διαφορά με τις υπόλοιπες περιοχές του αρκτικού κύκλου. Με τη δημιουργία του όμως η Λαπωνία απόκτησε ιδιαίτερη τουριστική και οικονομική άξια. Το χωριό προσφέρει στους ενήλικες τη «νοσταλγία» της παιδικότητας, τη «ρομαντικότητα» του να γίνουν και να παραμείνουν παιδιά.
Από την άλλη μεριά τα παιδιά «οπτικοποιούν» τις ιστορίες που έχουν ακούσει για τον Άγιο Βασίλη. Μ’ αυτόν τον τρόπο το χωριό του Άγιου Βασίλη αλλά και ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης που ζει σ’ αυτό, δίνουν «σάρκα και οστά» στην αφηρημένη εικόνα των «Χριστουγέννων» και του «Άγιου Βασίλη».
Post Comment